Μας κληροδοτούν το διάλογο
Αντιόπη Φραντζή

Η Μάρθα Κούκου μας αποχαιρέτησε στις 28 Σεπτεμβρίου 2024 στη Ζυρίχη, όπου και έμενε τα τελευταία πολλά χρόνια. Γεννήθηκε στην Αθήνα 6 Νοεμβρίου 1933.μαζί με τη δίδυμη αδερφή της Αναστασία. Οι δυο τους ήταν τα μικρότερα παιδιά στην οικογένεια του Ευάγγελου Κούκου και της Γαρουφαλιάς, το γένος Ανδρέου, με μεγαλύτερα αδέρφια την Ελένη, σημαντική ιστορικό, τον Γαβριήλ, τη Μαρία και τη Δήμητρα.

Στο αποχαιρετιστήριο σημείωμα που ανέβασαν οι αγαπημένες της κόρες Φαίδρα και Θάλεια, όπως και η εγγονή της Νεφέλη, διαβάζουμε:
«Η αγάπη σου για την ζωή, για ότι ζωντανό, τα παιδιά, τους ανθρώπους, τα ζώα, την θάλασσα, τα φυτά, τα δάση... Ο ενθουσιασμός σου και η επιμονή σου να βλέπεις τα θετικά σε όλα, θα μας συνοδεύουν πάντα...
Την ικανότητα σου να μαθαίνεις και να είσαι ανοιχτή για άλλες σκέψεις, νοοτροπίες, συμπεριφορές δεν την έχασες ποτέ...Μας έμαθες πολλά, μας έδωσες πολλά και θα συνεχίσουμε να τα ζούμε...»
Πραγματικά για όλους και όλες εμάς που γνωρίσαμε τη Μάρθα τα παραπάνω λόγια εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο την επίδραση που είχε πάνω μας. Το μοναδικό τρόπο που είχε να μας ακούει, να μας βοηθάει να ανοίγουμε δρόμους στη σκέψη μας, στον τρόπο που βλέπαμε τη ζωή και τα προβλήματά της.
Τα πολλά καλοκαίρια που η Μάρθα με τα κορίτσια ερχόταν στην Ερεσό το σπίτι τους ήταν πάντα ανοιχτό, είτε για καφεδάκι και συζήτηση είτε για παρέα και τραγούδι, αφού πολύ της άρεσε να μαζεύονται τα ανίψια της για να παίξουν μουσική και να διασκεδάσουν, πράγμα που πάντα απολάμβανε.

Τα τελευταία χρόνια που και η αδερφή της Αναστασία Γεωργούλη ερχόταν πιο συχνά στην Ερεσό, μιας και ο αγαπημένος της σύζυγος Βασίλης Γεωργούλης είχε φύγει από τη ζωή, τις συναντούσαμε συνήθως στο Μαργαριτάρι για να κάνουμε υπέροχες συζητήσεις. Απολάμβαναν το διάλογο, ήθελαν να ακούν τη γνώμη μας, να μαθαίνουν τι γίνεται στις ζωές μας και δεν κουράζονταν να μας μεταδίδουν τον θετικό τρόπο σκέψης τους που αν και πολλές φορές μας ξένιζε, σήμερα περισσότερο από ποτέ καταλαβαίνουμε πόσο τον έχουμε ανάγκη.
Για μένα η Μάρθα, όπως και η Αναστασία ήταν δυο από τα πιο αγαπημένα και σημαντικά μου πρόσωπα, αφού στάθηκαν δίπλα μου σε πολλές σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Όπως και σε πολλούς άλλους. Ήξεραν να ακούν, να προτείνουν χωρίς να συμβουλεύουν, να μεταδίδουν την πίστη τους στον άνθρωπο και τη ζωή, να σε κάνουν να νιώθεις σημαντικός.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η Μάρθα Κούκου ήταν καθηγήτρια ψυχιατρικής και ψυχοφυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και επίκουρη καθηγήτρια φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Γεννήθηκε και σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα, με ειδικότητα Νευρολογίας – Ψυχιατρικής και ερευνητική δουλειά στην Ψυχοφυσιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Είχε εργαστεί στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στο Langley Porter Νευροψυχιατρικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο San Francisco, στο τμήμα Νευροφυσιολογίας του Πανεπιστημίου του Freiburg και στο εργαστήριο Φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οργάνωσε και διεύθυνε για 19 χρόνια το Εργαστήριο Κλινικής Νευροφυσιολογίας της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης και για τα επόμενα 10 χρόνια της Βέρνης. Συνέχισε να εργάζεται ως επιστημονικός συνεργάτης στο Διεθνές Ινστιτούτο for Brain Mind Research του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, μαζί με τον αγαπημένο της σύζυγο Dietridh Lehmann, συνοδοιπόρο στη ζωή, την έρευνα και την επιστήμη.
Μαζί με τον Dietridh Lehmann απέκτησαν τις κόρες τους Θάλεια και Φαίδρα και την εγγονή τους Νεφέλη (κόρη της Φαίδρας και του Antonio Scarponi).
Είχε δημοσιεύσει δύο μονογραφίες και άρθρα σε διεθνή περιοδικά στις νευροεπιστήμες και στην ψυχιατρική, καθώς και σε συλλογικούς τόμους που αφορούν το διάλογο μεταξύ των νευροεπιστημών και της ψυχοθεραπείας.
Η ερευνητική και διδακτική της δουλειά αφορούσε κυρίως τις λειτουργίες του εγκεφάλου που δημιουργούν τη βιογραφία του ατόμου καθώς και το ρόλο που παίζει το περιεχόμενο της βιογραφίας αυτής για την ποιότητα της συμπεριφοράς του ατόμου.

Η Αναστασία Γεωργούλη (πέθανε Ιούνιο 2021) ήταν επίκουρη καθηγήτρια παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε και σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα με ειδικότητα παιδιατρικής (Θεραπευτική κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πανεπιστημιακές Παιδιατρικές κλινικές στο Freier Universitad Berlin και στο Kinderspital της Ζυρίχης. Ήταν επιμελήτρια και επιστημονική συνεργάτης του Νεογνικού Τμήματος της Μαιευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου "Αλεξάνδρα". Οργάνωσε και διεύθυνε επί 17 χρόνια τη Λειτουργία Νεογνών και Προώρων της Κλινικής του Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών Υγεία και στη συνέχεια οργάνωσε και διηύθυνε το τμήμα Προληπτικής Παιδιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Ήταν παντρεμένη με τον Βασίλη Γεωργούλη, χειρούργο και πολυαγαπημένο, επίσης, σύντροφο και συνοδοιπόρο στην προσωπική και επαγγελματική ζωή.
Μαζί με τον Βασίλη Γεωργούλη απέκτησαν τους γιους τους Λάμπρο και Πέτρο και τα εγγόνια τους Πάρι και Ιάσωνα (από τον Λάμπρο και την Χρύσα Καρακόιδα)και την Αθηνά (από τον Πέτρο και την Χριστίνα Τσιώτου).
Διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Συνεργασίας με την UNICEF από το 1981 μέχρι το 1990 και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Πρόληψης Κακοποίησης και Παραμέλησης του Παιδιού και της Ελληνικής Εταιρείας Γιατρών για το Περιβάλλον.
Κύριο αντικείμενο της ερευνητικής και της συγγραφικής της δουλειάς ήταν η ανάγκη και οι δυνατότητες πρόληψης των διαταραχών της βιοψυχοκοινωνικής υγείας παιδιών και νέων σε κοινωνίες χαμηλού κινδύνου.

"Τα παιδιά μας προσκαλούν σε διάλογο"
Πρωτοπόρες και οι δύο στον τομέα τους, θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε ένα ελάχιστο φόρο τιμής στο έργο και την προσωπικότητά τους, παρουσιάζοντας το κοινό τους βιβλίο "Τα παιδιά μας προσκαλούν σε διάλογο", εκδόσεις ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ, Αθήνα 2010.
Με το βιβλίο τους, οι δυο αδερφές Μάρθα Κούκου και Αναστασία Γεωργούλη, έκαναν πράξη αυτό για το οποίο πάλευαν μια ζωή: να αποδείξουν, δηλαδή, την αξία και το νόημα της συνεργασίας και του διαλόγου, τη σημασία της σύνθεσης απόψεων, δίνοντας τη δική τους απάντηση στο ερώτημα που τις απασχολούσε: πώς μπορούμε να «προλάβουμε» την δημιουργία (ανάπτυξη) δυσλειτουργικών σχέσεων του ανθρώπου με τα παιδιά του, τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του, όπως και την εμφάνιση διαταραχών της αναπτυξιακής πορείας των παιδιών ακόμα και αυτών που μεγαλώνουν σε κοινωνίες χαμηλού κινδύνου.
Μια Ολιστική Προσέγγιση
Το βιβλίο τους καταγράφει την προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής γλώσσας, ενός κοινού κώδικας επικοινωνίας, μεταξύ μιας παιδιάτρου και μιας ψυχιατροφυσιολόγου που να απευθύνεται σε γονείς, παιδίατρους και παιδαγωγούς, προτείνοντας να δουν το παιδί ολιστικά, ως ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον. Αξιοποιώντας την πλούσια κλινική και ερευνητική τους εμπειρία, οι συγγραφείς ανοίγουν έναν διάλογο για το πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε λειτουργικές και υγιείς σχέσεις που να προάγουν την ανάπτυξη, την ευτυχία και την ευημερία.
Όπως μας λέει η Αναστασία Γεωργούλη, τα τελευταία 50 χρόνια το παιδί ήταν ο επίσημος προσκεκλημένος όλων των επιστημών που ασχολούνται με τον άνθρωπο. Κάθε επιστήμη μελέτησε το «μωρό της». Το παιδί μελετήθηκε από παιδιάτρους αναπτυξιολόγους, ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς, κοινωνιολόγους, βιολόγους, ψυχιάτρου, γενετιστές. Κάθε ειδικότητα μελέτησε το δικό της κομμάτι και έβγαλε τα δικά της συμπεράσματα. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι όταν ένα παιδί κόβεται σε κομμάτια για να μελετηθεί, κάποιος πρέπει να ενώσει ξανά όλα αυτά τα κομμάτια σε ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον, αν πράγματι θέλουμε το καλό του παιδιού.
Ο Διάλογος Ως Κλειδί
Κεντρικό μήνυμα του βιβλίου είναι ότι η επικοινωνία είναι το θεμέλιο για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη. Επικοινωνιακές σχέσεις που βασίζονται στην κατανόηση και τη συνεργασία καλλιεργούν το «ευ ζην», ενώ δυσλειτουργικές σχέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς.
Όπως μας εξηγούν οι συγγραφείς (η καθεμιά από την πλευρά της) όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής πρέπει να διερευνούνται με όρους σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου, του περιβάλλοντός του και των συνανθρώπων του, με κύριο και καθοριστικό παράγοντα το ρόλο των «σημαντικών προσώπων» για τη ζωή και εξέλιξη του αναπτυσσόμενου άτομου.
Τα «σημαντικά πρόσωπά» του παιδιού: (γονείς, παιδίατροι, δάσκαλοι, παιδαγωγοί) είναι «πρόσωπα- κλειδιά» για τα αναπτυσσόμενα άτομα. Η «βιογραφία» αυτών των προσώπων θα καθορίσει τον τρόπο επικοινωνίας τους με τα αναπτυσσόμενα άτομα και με τη σειρά του ο τρόπος αυτός επικοινωνίας θα καθορίσει το κατά πόσο τα αναπτυσσόμενα άτομα θα υιοθετήσουν ευλειτουργικές ή δυσλειτουργικές συμπεριφορές ως απόκριση στην καθημερινή τους πραγματικότητα.
Όπως μας εξηγεί η Μάρθα Κούκου τα σημαντικά πρόσωπα των οποίων η βιογραφία τα καθιστά ικανά να επικοινωνούν συνεργατικά με το αναπτυσσόμενο άτομο συμβάλλουν στην υγιή αναπτυξιακή του πορεία γιατί το βοηθούν να «μάθει» δυο βασικές συμπεριφορές:
1. να αναγνωρίζει εγκαίρως τις εκάστοτε βιοψυχοκοινωνικές του ανάγκες και προτεραιότητες και να φροντίζει για την ευλειτουργική τους ικανοποίηση, χρησιμοποιώντας είτε τα δικά του ήδη αναπτυχθέντα προγράμματα συμπεριφοράς είτε την επικοινωνία με τα σημαντικά του πρόσωπα, μέσω της οποίας τα πείθει να ανταποκριθούν συνεργατικά στις ανάγκες του.
2. Να αναγνωρίζει τις «απαιτήσεις» της κοινωνικής πραγματικότητας και κυρίως των εκάστοτε σημαντικών του προσώπου που ενοχλούν τις ψυχοβιολογικές προτεραιότητες και ανάγκες και να της αποφεύγει είτε με την δική του δραστηριότητα είτε με το να πείσει τα σημαντικά πρόσωπα να αλλάξουν αυτό το είδος συμπεριφοράς
Στις παραπάνω περιπτώσεις, οι βιογραφίες, δηλαδή, των σημαντικών προσώπων συμβάλλουν στο χτίσιμο ευλειτουργικής επικοινωνίας και σχέσης με το αναπτυσσόμενο άτομο, τροφοδοτώντας και τη δική τους βιογραφία με ευλειτουργικά στοιχεία και τρόπους επικοινωνίας.
Αντιθέτως, πρόσωπα που βιώνουν άγνοια, στρεσογόνες καταστάσεις, αρρώστιες κτλ αλλά κυρίως που έχουν κοινωνικοποιηθεί με δογματικές επιστημονικές και παιδαγωγικές πεποιθήσεις, πολύ συχνά δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσουν συνεργατικά όχι μόνο με τους απογόνους τους αλλά και με τον εαυτό τους. Στις περιπτώσεις αυτές το αναπτυσσόμενο άτομο θα αναπτύξει δεξιότητες και γνωστικό -συναισθηματικές στρατηγικές που έχουν ένα δυσλειτουργικό χαρακτήρα προκειμένου να αποφύγουν «δυσκολίες» στην επικοινωνιακή σχέση με τα σημαντικά του πρόσωπα.
Με άλλα λόγια αν οι απαιτήσεις των εκάστοτε σημαντικών προσώπων αλλά και του κοινωνικού περιβάλλοντος είναι στρεσογόνες (διαταράσσουν βιο-ψυχοκοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες του αναπτυσσόμενου ατόμου) τότε το αναπτυσσόμενο άτομο για να επιβιώσει αναπτύσσει τρόπους προσαρμογής σε αυτές τις απαιτήσεις που αντιτίθεται στις ψυχοβιολογικές του προτεραιότητες δηλαδή είναι δυσλειτουργικές.
Οι δυσλειτουργικές αυτές, όμως, επικοινωνιακές σχέσεις μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες, αυτές που αργότερα ο παιδίατρος, ο ψυχολόγος, ο ψυχίατρος, ο δάσκαλος, ο κοινωνιολόγος αλλά και οι γονείς θα αναγνωρίζουν ως αποκλείσεις από τη φυσιολογική πορεία που θα χρειαστούν «θεραπεία».
Από «διαγνώστες» ας γίνουμε «υπερασπιστές» του παιδιού
Διαφωτιστικό είναι το παράδειγμα σχετικό με την εκπαίδευση που αναφέρει η Αναστασία Γεωργούλη. Όπως χαρακτηριστικά μας εξηγεί συνήθως προτείνονται αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να θεωρούνται ως αποδεκτά μέσα διδασκαλίας οι συνεχείς εντολές, η βαθμολογία, οι συγκρίσεις μεταξύ των μαθητών, η βράβευση μόνο του μαθητή που είναι καλός σε όλα τα μαθήματα κλπ
Επίσης, θεωρείται ως δεδομένο ότι κάθε διδασκαλία παράγει μάθηση εκτός αν «κάτι δεν πάει καλά με το μαθητή», οπότε τον υποβάλουμε σε μια σειρά από διαγνωστικές εξετάσεις και πολύ εύκολα τον χαρακτηρίζουμε «προβληματικό»
Πολύ σπάνια αναρωτιόμαστε ποια από τα πράγματα που κάνουμε (δάσκαλοι, γονείς, ειδικοί) βοηθούν τη μάθηση και την ευλειτουργία του παιδιού και ποια την παρακωλύουν ή τη βλάπτουν. Μήπως, στην πραγματικότητα είναι τα «δεδομένα μας» όπως και εμείς οι ίδιοι που τα υπερασπιζόμαστε, ο «υποκινητής» στρατηγικών που ακολουθούν τα παιδιά ώστε να αποφεύγουν αυτούς τους τρόπους διδασκαλίας και την πίεση που ασκούν επάνω τους; Μήπως εμείς και όχι τα μαθηματικά, η ανάγνωση ή ορθογραφία αποτελούν τα αίτια που τα παιδιά αναγκάζονται να ανακαλύψουν τρόπους για να αντιμετωπίζουν και τους ενήλικες και το άγχος που τους προκαλούν τα εκπαιδευτικά συστήματα;
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Γεωργούλη: «Εκπαιδευόμαστε για να είμαστε καλοί διαγνώστες και θεραπευτές των διαταραχών, αλλά όχι και υπερασπιστές της ικανότητας και του δικαιώματος του παιδιού για υγιή αναπτυξιακή πορεία.»
Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι παρόλο που οι ειδικοί διαπιστώνουν ότι οι διαταραχές συμπεριφοράς στους νέους έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας, δεν δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στη διερεύνηση των αιτίων του φαινομένου και στην πρόληψη των παραγόντων εκείνων που συμμετέχουν στην εμφάνιση τους, παρά εστιάζουν στην αναζήτηση νέων τρόπων διάγνωσης και φαρμακευτικής ή άλλης μορφής θεραπείας και όχι ;
Το αποτέλεσμα της πραγματικότητας αυτής είναι ότι ακόμα και σε κράτη με θεωρητικά τέλεια συστήματα υγείας και παιδείας, αλλά και σε κοινωνίες χαμηλού κινδύνου, δεν παρατηρούμε βελτίωση στις ανθρώπινες σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί γονείς δεν βιώνουν θετικά και δημιουργικά τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους, αλλά βρίσκουν την γονική ιδιότητα δύσκολη, αντίθετα με ό,τι ήθελαν, έλπιζαν και ονειρεύονταν, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο δυσλειτουργικών σχέσεων του ανθρώπου με τα παιδιά του, τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του και με τη φύση γύρω του;
Ένα Βιβλίο-Πρόσκληση
Η Μάρθα και η Αναστασία με το βιβλίο τους δηλώνουν και μας μεταφέρουν την ευθύνη της θεμελιώδους ανάγκης να επανενωθούν τα «κομμάτια» του ανθρώπου που οι διάφορες επιστήμες έχουν διαχωρίσει.
Μας καλούν να δώσουμε έμφαση στην αξία των επικοινωνιακών σχέσεων μεταξύ του αναπτυσσόμενου ατόμου και των σημαντικών προσώπων της ζωής του. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι δυσλειτουργικές επικοινωνιακές σχέσεις οδηγούν σε προσαρμογές από την πλευρά του παιδιού που μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες και επομένως είναι στο χέρι μας να απαιτήσουμε αλλά και να δημιουργήσουμε προγράμματα πρωτογενούς πρόληψη, αντί να αποδίδουμε τις εκάστοτε κακοδαιμονίες στη μοίρα ή φύση του ανθρώπου.
תגובות